- υπολευκίζω
- Α [ὑπόλευκος]είμαι ή γίνομαι υπόλευκος, ξασπρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπολευκίζει — ὑπολευκίζω pres ind mp 2nd sg ὑπολευκίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολευκιζούσας — ὑπολευκιζούσᾱς , ὑπολευκίζω pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ὑπολευκιζούσᾱς , ὑπολευκίζω pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)